φωσφονιτριλικός

φωσφονιτριλικός
-ή, -ό, Ν [φωσφονιτρίλιο]
φρ. «φωσφονιτριλικές ενώσεις»
χημ. ενώσεις τού αζώτου και τού φωσφόρου, ανάλογες με τις αρωματικές ενώσεις, οι οποίες παρέχουν πολυμερή κατάλληλα για χρήση σε υψηλές θερμοκρασίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”